-
1 ἐπι-προ-ιάλλω
ἐπι-προ-ιάλλω, = Folgdm; σφωίν – ἐπιπροΐηλε τράπεζαν, ließ einen Tisch vor sie hinstellen, Il. 11, 628; Ζεὺς πάντας ἐπιπροΐαλλεν, schickte sie Einen nach dem Andern hin, Hh. Cer. 327; τῇσιν ἄλλον ἐπ' ἄλλῳ ἰόν, auf sie, Qu. Sm. 6, 231. S. das Folgde.
-
2 ἐπιπροιάλλω
ἐπι-προ-ιάλλω, gegen einen vorschicken; σφωίν ἐπιπροΐηλε τράπεζαν, ließ einen Tisch vor sie hinstellen; Ζεὺς πάντας ἐπιπροΐαλλεν, schickte sie einen nach dem andern hin; τῇσιν ἄλλον ἐπ' ἄλλῳ ἰόν, auf sie
См. также в других словарях:
επιπροϊάλλω — ἐπιπροϊάλλω (Α) [προϊάλλω] 1. παραθέτω μπροστά σε κάποιον, βάζω μπροστά («ἢ σφῶιν πρῶτον μὲν ἐπιπροΐηλε τράπεζαν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω σε κάποιον … Dictionary of Greek
κυανόπεζα — κυανόπεζα, ἡ (Α) (για τραπέζι) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πούς «πόδι» (πρβλ. αχλυό πεζα, χιονό πεζα)] … Dictionary of Greek